κατατορνεύω

κατατορνεύω
κατατορνεύω,
A turn, in [voice] Pass.,

κ. τὴν ἐντὸς ἐπιφάνειαν πρὸς ἐμβολέα Hero Spir.1.28

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατατορνεύω — (Α) (επιτ. τ. τού τορνεύω) τορνεύω κάτι καλά, κάνω κάτι λείο, γυαλιστερό με τον τόρνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”